- επίτερπνος
- ἐπίτερπνος, -ον (Α) [επιτέρπομαι]τερπνός, ευχάριστος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπιτερπνότερον — ἐπίτερπνος adverbial comp ἐπίτερπνος masc acc comp sg ἐπίτερπνος neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)